ιθαίνω

ιθαίνω
ἰθαίνω (Α)
διάκειμαι ευνοϊκά, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον αρχ. ινδ. ενεστ. i-n-ddhe «φλέγεται». Και οι δύο τ. εμφανίζουν το ίδιο έρρινο επίθημα -η- και ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα *idh- τής ΙΕ ρίζας *aidh- «φλέγομαι, καίω» (πρβλ. αίθω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”